- διπλοΐς
- διπλοΐς, η (Α) [διπλούς]·1. διπλός μανδύας που τυλίγεται στο σώμα δύο φορές2. ο μανδύας τών Κυνικών3. η διπλόη τού κρανίου4. απόστημα στα αφτιά τών αλόγων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλοίς — διπλοίς double cloak fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλοῖς — διπλόος twofold masc/neut dat pl (attic) διπλός masc/neut dat pl διπλόω repeat pres opt act 2nd sg διπλόω repeat pres subj act 2nd sg διπλόω repeat pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОДЕЖДА — • Vestis, I. Греческая одежда. Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… … Реальный словарь классических древностей
διπληγίς — διπληγίς, ο (Α) η διπλοΐς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. για το διπλοΐς*] … Dictionary of Greek
διπλοΐδιον — διπλοΐδιον, το (Α) μικρή διπλοΐς. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού διπλοΐς] … Dictionary of Greek
CYNICI — Philosophi quidam sectatores Antisthenis, qui primus novum hoc Philosophiae genus introduxit: Ita dicti five a Cynosarge gymnasio, in quo Antitthenes profitebatur; sive a canina mordacitate, quâ in hominum vitas nullô discrimine invehebantur: aut … Hofmann J. Lexicon universale
διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… … Dictionary of Greek
εμπερονατρίς — ἐμπερονατρίς, η (Α) διπλό ιμάτιο, διπλοΐς … Dictionary of Greek
ημιδιπλοΐδιον — ἡμιδιπλοΐδιον, τὸ (Α) γυναικείος χιτώνας που διπλωνόταν στο άνω μέρος έτσι ώστε να πέφτει ώς τη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + διπλοΐδ ιον (< θ. διπλοΐδ τού διπλοΐς, ίδος «διπλός μανδύας») + υποκορ. κατάλ. ίον, πρβλ. παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
καθικνούμαι — καθικνοῡμαι, έομαι (Α) (αποθ. ρ.) 1. μτφ. καταλαμβάνω, βρίσκω, αγγίζω («ἐπεί με καθίκετο πένθος ἄλαστον», Ομ. Οδ.) 2. πλήττω («μέσον κάρα διπλοῑς κέντροισί μου καθίκετο», Σοφ.) 3. φθάνω σε κάτι, επιτυγχάνω, κατορθώνω («ταχέως καθικνεῑτο τῆς… … Dictionary of Greek